Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία (CBT)
Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία (Cognitive Behavioral Therapy– CBT) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μια σειρά ψυχολογικών θεραπειών και βασίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένα ευρήματα. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση έχει φανεί ότι είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση ποικίλων ψυχολογικών διαταραχών σε παιδιά, εφήβους αλλά και ενήλικες.
Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία για παιδιά και εφήβους επικεντρώνεται στη διδασκαλία συγκεκριμένων δεξιοτήτων τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια του. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι διαφορετική, συγκριτικά με άλλες προσεγγίσεις, αφού επικεντρώνεται στο πως οι Γνωσίες-Σκέψεις, τα Συναισθήματα και οι Συμπεριφορές συνδέονται και πως αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεπιδρούν. Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές συνδέονται, η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στο θεραπευτή να παρέμβει σε διαφορετικά σημεία του κύκλου που δημιουργείται.
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ Γνωσιακών θεραπειών και Συμπεριφοριστικών θεραπειών για παιδιά και εφήβους. Παρόλα αυτά και οι δύο προσεγγίσεις μοιράζονται πολλά κοινά σημεία, όπως:
- Ο θεραπευτής και το παιδί ή ο έφηβος αναπτύσσουν από κοινού τους στόχους της θεραπευτικής διαδικασίας, σε συνεργασία με την οικογένεια, και καταγράφουν την πρόοδο του εκάστοτε στόχου στη διάρκεια κάθε συνεδρίας.
- Ο θεραπευτής και το παιδί εργάζονται μαζί με αμοιβαία κατανόηση ότι ο θεραπευτής έχει θεωρητική και τεχνική γνώση αλλά το παιδί είναι ειδικός του εαυτού του/της.
- Ο θεραπευτής προσπαθεί να βοηθήσει το παιδί να ανακαλύψει ότι έχει την ικανότητα να επιλέξει θετικές σκέψεις και συναισθήματα.
- Το παιδί συμμετέχει ενεργά στη θεραπεία τόσο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας όσο και μετά το πέρας της, στο σπίτι. Οι εργασίες που ανατίθενται για το σπίτι (Homework) είναι κομμάτι της θεραπευτικής δουλειάς που γίνεται στη συνεδρία. Εξάλλου οι δεξιότητες που διδάσκονται χρειάζονται εξάσκηση ώστε να κατακτηθούν και να γενικευτούν.
- Η θεραπεία είναι προσανατολισμένη σε στόχους που αφορούν σε δυσκολίες στο εδώ και τώρα. Η θεραπεία συμπεριλαμβάνει το να δουλεύει ο θεραπευτής με το άτομο βήμα-βήμα προς την κατάκτηση των στόχων.
Γνωσιακή Θεραπεία
Η βάση της Γνωσιακής θεραπείας είναι ότι οι σκέψεις του ατόμου μπορούν να επηρεάσουν τα συναισθήματά του και ότι οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε καταστάσεις προέρχονται από τις ερμηνείες της κατάστασης αυτής.
Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι το παιδί σας βιώνει την αίσθηση ότι η καρδιά του χτυπά πολύ γρήγορα και δυσκολεύεται να πάρει αναπνοή. Αν αυτά τα συμπτώματα προκύπτουν τη στιγμή που κάθεται στην τάξη τότε θα μπορούσαν να αποδοθούν σε κάποια ιατρική κατάσταση, όπως κρίση άσθματος και ίσως του/της προκαλέσουν αισθήματα φόβου και νευρικότητας. Αντιθέτως αν αυτά τα σωματικά συμπτώματα προκύψουν κατά τη διάρκεια της γυμναστικής ενώ τρέχει τότε δε θα αποδοθούν σε ιατρική κατάσταση και πιθανότατα να μην προκαλέσουν φόβο και νευρικότητα. Εν συντομία, διαφορετική ερμηνεία-νοηματοδότηση των ίδιων αισθημάτων μπορούν να προκαλέσουν εντελώς διαφορετικά συναισθήματα.
Η Γνωσιακή Θεραπεία προτείνει ότι πολλά από τα συναισθήματά μας οφείλονται στις σκέψεις μας, δηλαδή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε το περιβάλλον μας. Μερικές φορές αυτές οι σκέψεις μπορούν να είναι προκατειλημμένες ή παραμορφωμένες. Για παράδειγμα, ένας έφηβος μπορεί να ερμηνεύσει ένα τηλεφωνικό μήνυμα ως απορριπτικό ή σωματικά συμπτώματα σαν ιατρικά προβλήματα. Άλλοι μπορεί να θέτουν μη ρεαλιστικούς στόχους για τον εαυτό τους ή να κρύβουν επίμονες ανησυχίες σχετικές με την αποδοχή τους από τους άλλους. Αυτού του είδους οι σκέψεις μπορούν να προκαλέσουν ασαφείς, προκατειλημμένες ή και παράλογες σκέψεις οι οποίες επηρεάζουν τα συναισθήματά τους.
Στη Γνωσιακή Θεραπεία τα παιδιά, οι έφηβοι και οι οικογένειες μαθαίνουν να:
- Ξεχωρίζουν τις σκέψεις από τα συναισθήματα.
- Κατανοούν πως οι σκέψεις τους μπορούν να επηρεάσουν τα συναισθήματά, με τρόπο επιζήμιο πολλές φορές για τους ίδιους.
- Μαθαίνουν για σκέψεις που μοιάζουν να προκύπτουν αυτόματα, χωρίς να αντιλαμβάνεται το άτομο πώς επηρεάζουν τα συναισθήματά του.
- Αξιολογούν κριτικά αν αυτές οι αυτόματες σκέψεις και συμπεράσματα είναι ακριβή ή προκατειλημμένα.
- Αναπτύσσουν τις κατάλληλες δεξιότητες να παρατηρούν, να ερμηνεύουν και να διορθώνουν αυτές τις σκέψεις με ανεξαρτησία και αυτονομία.
Συμπεριφοριστική Θεραπεία
Παρόλο που οι συμπεριφοριστικές θεραπείες για παιδιά ποικίλουν, επικεντρώνονται κυρίως στο πώς κάποιες προβληματικές σκέψεις ή συμπεριφορές μπορεί να ενισχυθούν από το περιβάλλον του ατόμου. Δηλαδή μία ακατάλληλη συμπεριφορά π.χ. κρίση θυμού όταν δεν του κάνουν το χατίρι, να οδηγεί τους γονείς σε αμηχανία με αποτέλεσμα τελικά να γίνεται αυτό που θέλει το παιδί. Έτσι το παιδί βλέπει ότι μία τέτοια συμπεριφορά έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή λειτουργεί σαν ενίσχυση. Αυτές οι επιβραβεύσεις συχνά συνεισφέρουν στην αύξηση της συχνότητας αυτών των σκέψεων και συμπεριφορών. Οι συμπεριφοριστικές θεραπείες μπορούν να εφαρμοστούν σε μεγάλη γκάμα συμπτωμάτων σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά.
Παρόλο που οι συμπεριφοριστικές θεραπείες διαφέρουν ανάλογα με τη διαταραχή-δυσκολία, υπάρχει κοινός τόπος ότι τα παιδιά και οι έφηβοι ωθούνται να δοκιμάσουν καινούριες συμπεριφορές και να μην επιτρέψουν σε «αρνητικές ενισχύσεις» να υποδείξουν τον τρόπο που θα δράσουν. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Παράδειγμα#1
Φανταστείτε ένα έφηβο που ζητά συνέχεια να χρησιμοποιήσει το οικογενειακό αυτοκίνητο ή να βγει έξω με φίλους. Μετά από επανειλημμένες προσπάθειες και επανειλημμένες αρνήσεις ο έφηβος θυμώνει, γίνεται οξύθυμος και ανυπάκουος απέναντι στους γονείς του. Μετά από μία κρίση θυμού, οι γονείς δε μπορούν να συνεχίσουν τον καβγά και αφήνουν τον έφηβο να πάρει το αυτοκίνητο. Ο έφηβος ουσιαστικά έλαβε ενίσχυση για την κρίση θυμού του, αφού κέρδισε την πολυπόθητη άδεια.
Ο συμπεριφορισμός υποστηρίζει ότι όταν μετά από μια κρίση το άτομο πάρει αυτό που θέλει, τότε μαθαίνει ότι η συμπεριφορά αυτή είναι μία αποτελεσματική στρατηγική ώστε να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι συμπεριφορικές τεχνικές επιδιώκουν να κατανοήσουν τέτοιου είδους σχέσεις μεταξύ συμπεριφορών, ανταμοιβών και μάθησης και να αλλάξουν αυτά τα αρνητικά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια στη συμπεριφορική θεραπεία οι γονείς και το παιδί μπορούν να «ξεμάθουν» μη υγιείς συμπεριφορές και αντιθέτως να μάθουν να επιβραβεύουν θετικές συμπεριφορές.
Παράδειγμα#2
Ας φανταστούμε ένα παιδί που φοβάται να μπει σε ασανσέρ. Για να αποφύγει το φόβο και το άγχος σταδιακά θα αρνείται να ανεβαίνει σε οποιοδήποτε ασανσέρ και θα επιμένει να ανεβαίνει με τις σκάλες. Ο επιπλέον χρόνος και η ενέργεια που χρειάζεται για να ανέβει σκάλες μπορεί να προκαλέσει επανειλημμένη καθυστέρηση στο σχολείο, σε ραντεβού κ.ά.
Ο συμπεριφορισμός προτείνει ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές, στις οποίες το φοβικό αντικείμενο αποφεύγεται, έχουν ενισχύσει το παιδί, αφού αποφεύγονται συναισθήματα άγχους και φόβου και έτσι τις υιοθετεί. Η συμπεριφορική θεραπευτική προσέγγιση για αυτό το παιδί θα περιλάμβανε αρχικά κατάτμηση της δραστηριότητας σε μικρότερες και ακολούθως καθοδηγούμενη και με επίβλεψη επιβίβαση σε ασανσέρ, μέχρι οι ενισχυτικές μαθημένες συμπεριφορές να αντικατασταθούν κι οι αρνητικές συσχετίσεις που είχαν γίνει να απαλειφτούν.
Γράφει η Παναγιώτα Μακρή
Ψυχολόγος, MSc in Child Development
> Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συμβουλευτική γονέων και την ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση, δείτε τη σχετική ενότητα.
> Καλέστε τώρα για ραντεβού και αξιολόγηση.
Στο Psychomotor Athens, στα Βριλήσσια, πραγματοποιείται πλήρης αξιολόγηση των δυσκολιών του κάθε παιδιού και κατόπιν δομείται εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης προσαρμοσμένο στις δυσκολίες και τις δυνατότητες του κάθε μαθητή.