Προσδιορισμός της διαταραχής και τα χαρακτηριστικά των παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή
Το DSM ταξινομεί έναν μεγάλο αριθμό από διαφορετικές διαταραχές της επικοινωνίας που αναφέρονται τόσο την ομιλία όσο και τη γλώσσα. Ο όρος «διαταραχή της επικοινωνίας» στο DSM 5 αναφέρεται σε εκφραστικά και μεικτά εκφραστικά-προσληπτικά γλωσσικά προβλήματα. Η εκφραστική γλώσσα αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να παράγει γλωσσικό περιεχόμενο ενώ η προσληπτική στην ικανότητά του να προσλαμβάνει και να ερμηνεύει το γλωσσικό υλικό. Οι άλλες επικοινωνιακές διαταραχές είναι «διαταραχές του ήχου της ομιλίας», που περιλαμβάνουν προβλήματα φωνολογικής ενημερότητας, από την παιδική ηλικία «διαταραχή της ευφράδειας του λόγου» που αφορά προβλήματα τραυλισμού, δηλαδή «τραυλισμός» και τέλος η «διαταραχή της κοινωνικής επικοινωνίας» που αφορά κοινωνικές αναπηρίες που σχετίζονται με την γλώσσα. Οι γλωσσικές διαταραχές είναι συγκεκριμένες και για αυτό χρησιμοποιείται και ο όρος ΕΓΔ για να περιγράψει αυτά τα προβλήματα. Αυτό μαρτυρά πως οι δυσκολίες υπάρχουν χωρίς κάποια άλλη διαταραχή και το άτομο έχει γνωστικές ικανότητες σε ένα φυσιολογικό εύρος. Συχνά τα γλωσσικά προβλήματα συνυπάρχουν με αναπτυξιακές διαταραχές, όπως με δυσκολίες στην ανάγνωση ή κινητικά προβλήματα (Brookman-Byrne, 2016).
Η Αμερικανική Εταιρία Λόγου-Ομιλίας-Ακοής ορίζει την «Διαταραχή της Επικοινωνίας» ως «διαταραχή τη ικανότητας πρόσληψης, έκφρασης, επεξεργασίας και κατανόησης εννοιών, λεκτικών ή μη λεκτικών συστημάτων και γραφικών συμβόλων. Μια διαταραχή επικοινωνίας μπορεί να είναι εμφανής στις διαδικασίες της ακοής, της γλώσσας και/ή του λόγου». Η ανάπτυξη του λόγου και της γλώσσας είναι σε κάθε παιδί πολύ διαφορετική, καθώς δεν ακολουθούν όλα με τον ίδιο τρόπο τα αναπτυξιακά ορόσημα (Heward, 2011, σ. 316).
Ο όρος «Ειδική Γλωσσική Διαταραχή» (στο εξής ΕΓΔ) είναι ένας κοινός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα παιδί που δεν παρουσιάζει τυπική ανάπτυξη και εμφανίζει σημαντικούς περιορισμούς στην εκφραστική και προσληπτική γλωσσική ικανότητα (Helland, Helland, & Heimann, 2012). Πιο ευρέως αποδεκτός ορισμός είναι αυτός που προτείνεται από τους Tomplin, Leonard και τους συνεργάτες τους στη Νότια Αμερική: η ΕΓΔ είναι ο συνδυασμός φυσιολογικής νοημοσύνης (IQ μεγαλύτερο του 85) και γλωσσικής διαταραχής. Η Bishop παρ’ όλα αυτά υποστήριξε πως η απόκλιση μεταξύ λεκτικής και μη λεκτικής νοημοσύνης δεν είναι σημαντική. Επίσης οι οπτικοχωρικές δεξιότητες των μαθητών με ΕΓΔ είναι διαταραγμένες (Webster & Shevell, 2004).
Γενικά χαρακτηριστικά παιδιών με ΕΓΔ
Η ΕΓΔ είναι μία διαταραχή που σχετίζεται με την δυσκολία των ατόμων στην απόκτηση της προφορικής γλώσσας. Τα παιδιά περνούν πιο αργά από τα διάφορα αναπτυξιακά ορόσημα και συχνά έχουν δυσκολία στην πρόωρη απόκτηση της φωνολογίας και της μορφοσύνταξης. Έχουν επίσης υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα γραμματισμού (McArthur & Bishop, 2010).
Τα παιδιά με ΕΓΔ έχει αποδειχθεί ότι αργούν να ξεκινήσουν την ομιλία τους. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως όλα τα παιδιά που καθυστερούν να μιλήσουν έχουν ΕΓΔ. Υπάρχουν και παιδιά που ενώ καθυστέρησαν να μιλήσουν δεν εμφάνισαν γλωσσική διαταραχή. Αντίθετα, παιδιά που έχουν κατακτήσει γλωσσικές δεξιότητες και έπειτα για κάποιο λόγο τις χάσουν μπορεί να αποκτήσουν μια επίκτητη γλωσσική διαταραχή που προκαλείται από τραύμα, αρρώστια ή ψυχιατρική διαταραχή (Bishop, 2014).
Έρευνες έχουν δείξει πως η ΕΓΔ πλήττει συγκεκριμένες λειτουργίες της γλώσσας, όπως τη γραμματική, το λεξιλόγιο και τη φωνολογία που μαθαίνονται με δυσκολία από τους μαθητές και έτσι δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που θέλουν. Επιπλέον πλήττεται η κατανόηση, καθώς τα παιδιά με ΕΓΔ επικεντρώνονται συνήθως σε λίγες λέξεις και μέσω αυτών συμπεραίνουν ολόκληρο το νόημα του λόγου, λέξεις με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνονται σωστά το περιεχόμενο του εκφραζόμενου λόγου, ιδιαίτερα εάν εμπεριέχει σύνθετο λεξιλόγιο και συντακτικές δομές. Ακόμα, έχουν περιορισμένη γνώση των γραμματικών μορφών και ειδικότερα δυσκολεύονται να επισημάνουν τον χρόνο των ρημάτων, να δημιουργήσουν συμφωνία μεταξύ αντικειμένου-ρήματος και στη χρήση των βοηθητικών ρημάτων-όπως παρατηρήθηκε στην αγγλική γλώσσα. Επιπροσθέτως, υπάρχουν σημασιολογικές δυσκολίες, με κυριότερη την αδυναμία εύρεσης λέξεων, κατανόησης εννοιών και συμπερασμάτων. Επίσης, η βραχύχρονη φωνολογική μνήμη καθώς και επανάληψη ψευδολέξεων έχουν αποδειχθεί δείκτες υψηλής επικινδυνότητας για την ΕΓΔ καθώς τα παιδιά παρουσιάζουν χαμηλή επίδοση σε αυτές (Bishop, 2000).
Η ΕΓΔ δεν είναι συγκεκριμένη/εξειδικευμένη στην γλώσσα καθώς υπάρχουν προβλήματα και σε άλλους τομείς, μη γλωσσικά ελλείμματα, για παράδειγμα προβλήματα στις κινητικές δεξιότητες, γνωστικές λειτουργίες της προσοχής και της ανάγνωσης, ελλείμματα στην φωνολογική μνήμη και στην μνήμη εργασίας (Webster & Shevell, 2004; Ullman & Pierpont, 2005). Η ΕΓΔ είναι από τα πιο σημαντικά προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των νέων παιδιών. Η απόρριψη από τους συνομηλίκους εξαιτίας των δυσκολιών στην επικοινωνία οδηγεί σε περιορισμένες ευκαιρίες για μάθηση (Maggio, και συν., 2014). Αξίζει να αναφερθεί πως εκ φύσεως τα παιδιά επιθυμούν την επικοινωνία που υπό άλλες συνθήκες αναπτύσσεται κανονικά (Bishop, 2000).
Τα παιδιά είναι ευάλωτα για ακαδημαϊκή αποτυχία, κοινωνικό αποκλεισμό, συναισθηματικά και προβλήματα συμπεριφοράς και πολλές φορές να είναι θύματα εκφοβισμού (bullying) (Conti-Ramsden & Durkin, 2016; Maggio, και συν., 2014). Περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς εκδηλώνονται στα παιδιά που πάσχουν και από άλλα σύνδρομα (Maggio, και συν., 2014 ; Webster & Shevell, 2004).
Ιδιαίτερα διαδεδομένα είναι τα προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά με ΕΓΔ. Έφηβοι με ΕΓΔ που εμφάνισαν γλωσσικά και συναισθηματικά προβλήματα τα οποία οδήγησαν σε αυξημένο άγχος (Maggio, και συν., 2014).
Αξίζει να αναφερθεί πως όλα τα παιδιά με σοβαρές γλωσσικές διαταραχές είναι απαραίτητο να αξιολογούνται από διεπιστημονική ομάδα, η οποία αποτελείται από ιατρό, ψυχολόγο, ψυχίατρο, εκπαιδευτικό, λογοθεραπευτή και εργοθεραπευτή. Τα περισσότερα παιδιά με γλωσσικά προβλήματα παρουσιάζουν και άλλες συνοδές δυσλειτουργίες σε πολλούς τομείς. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, έχουν και προβλήματα συμπεριφοράς και γενικότερα επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Η γλωσσική διαταραχή εμμένει και μπορεί στο μέλλον να δημιουργήσει προβλήματα στα παιδιά αυτά στην επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη όλα τα παραπάνω κρίνεται απαραίτητο πως πρέπει να αξιολογούνται τα παιδιά από διεπιστημονική ομάδα (Courtenay, Bruce, & Bishop , 2008). Τον ρόλο αυτό στην ελληνική πραγματικότητα αναλαμβάνουν τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ).
Γράφει ο Χάρης Πυργελάκος,
Ειδικός παιδαγωγός – Φιλόλογος.
Έργα που αναφέρονται Anderson, A. (2010, Οκτώβριος 20). Linguistic specificity through literate language use in preschool-age children with specific language impairment and typical language. Child Language Teaching and Therapy, 27(1), σσ. 109-123. Brookman-Byrne, A. (2016, Ιούνιος). ResearchGate. Ανάκτηση Σεπτέμβριος 9, 2020, από https://www.researchgate.net/: https://www.researchgate.net/publication/306018149_The_Genetics_of_Language_Disorders Conti-Ramsden , G., & Durkin, K. (2016, Μάιος 3). What Factors Influence Language Impairment? Considering Resilience as well as Risk. Folia Phoniatrica et Logopaedica , 67(6), σσ. 293-299. Conti-Ramsden, G., & Botting, N. (2006). Specific Language Impairment. Στο K. Brown, Encyclopedia of Language & Linguistics (Second Edition) (σσ. 629-632). Elsevier Science. Courtenay, F. N., Bruce, T. J., & Bishop , D. (2008). Κατανοώντας τις αναπτυξιακές διαταραχές. Από την θεωρία στην πράξη. (Α. Μ. Ράλλη, Ο. Παληκαρά, Επιμ., & Μ. Κουλεντιανού, Μεταφρ.) Αθήνα: Gutenberg. Durkin, K., & Conti-Ramsden, G. (2010, Ιούνιος 1). Young people with specific language impairment: A review of social and emotional functioning in adolescence. Child Language Teaching and Therapy, 26(2), σσ. 105–121. Durkin, K., Fraser, J., & Conti-Ramsden, G. (2012, Φεβρουάριος 1). School-Age Prework Experiences of Young People With a History of Specific Language Impairment. The Journal of Special Education, 45(4), σσ. 194–202. Helland, W., Helland, T., & Heimann, M. (2012, Απριλίου 27). Language Profiles and Mental Health Problems in Children With Specific Language Impairment and Children With ADHD. Journal of Attention Disorders Problems , 18(3), σσ. 226–235. Heward, W. L. (2011). Παιδιά με Ειδικές Ανάγκες. Μία Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση (2η Έκδοση εκδ.). (Α. Δαβάζογλου, Κ. Κόκκινος, Επιμ., & Χ. Λυμπεροπούλου, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος. Maggio, V., Grañana, N. E., Richaudeau, A., Torres, S., Giannotti, A., & Suburo, A. M. (2014, Φεβρουάριος 1). Behavior Problems in Children With Specific Language Impairment. Journal of Child Neurology, 29(2), σσ. 194–202. McArthur , G. M., & Bishop, D. (2010, Μάιος 13). Taylor and Francis Online. Ανάκτηση από https://www.tandfonline.com/loi/pcgn20: https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/02643290342000087 Tallal, P., & Benasich, A. A. (2002, Σεπτέμβριος). Developmental language learning impairments. Development and Psychopathology, 14(3), σσ. 559-579. Webster, R., & Shevell, M. (2004, Ιούλιος 1). Neurobiology of Specific Language Impairment. Journal of Child Neurology, 19(7), σσ. 471-481.
> Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες
και την ειδική διαπαιδαγώγηση, δείτε τη σχετική ενότητα.
> Καλέστε τώρα για ραντεβού και αξιολόγηση.
Στο Psychomotor Athens, στα Βριλήσσια, πραγματοποιείται πλήρης αξιολόγηση των μαθησιακών δυσκολιών του κάθε παιδιού και κατόπιν δομείται εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης προσαρμοσμένο στις δυσκολίες και τις δυνατότητες του κάθε μαθητή.
>>> Περιοχές εξυπηρέτησης: Αγία Παρασκευή, Βριλήσσια, Γέρακας, Γλυκά Νερά, Μαρούσι, Μελίσσια, Παλλήνη, Πεντέλη, Χαλάνδρι.